Μαύρη Χειρ

Μαύρη Χειρ
Ονομασία μυστικών οργανώσεων, οι οποίες έδρασαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Μεγάλη αναστάτωση είχε προκαλέσει η εγκληματική δραστηριότητα της συμμορίας της Μ.X. (Mano Nera) στη νότιο Ιταλία και ανάμεσα στους Ιταλούς της Νέας Υόρκης, με αποκορύφωμα τον φόνο του αστυνομικού Πετροζίνο το 1909. Ιδιαίτερη σημασία όμως απέκτησε η οργάνωση Μ.X. (Τσέρνα Ρούκα) που εμφανίστηκε στη Σερβία, με εθνικιστικό και πανσερβικό χαρακτήρα, στα πρώτα χρόνια του 20ού αι. Αδιάλλακτα εχθρική προς τη βασιλεύουσα δυναστεία των Ομπρένοβιτς και υποστηρίζοντας την αντίπαλη δυναστεία, των Καραγεόργεβιτς, αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από εξτρεμιστές και φανατικούς αξιωματικούς. Παρουσιάστηκε ξαφνικά στον πολιτικό ορίζοντα με τη διπλή δολοφονία του βασιλιά Αλέξανδρου Ομπρένοβιτς και της βασίλισσας Δράγας (1903), που τους κατηγορούσαν για συντηρητική και φιλοαυστριακή πολιτική. Η Τσέρνα Ρούκα διέταξε το Κοινοβούλιο να καλέσει στον κενό θρόνο τον εξόριστο Πέτρο Καραγεόργεβιτς και κατόπιν κυριάρχησε στη χώρα με την τρομοκρατία. Στην Τσέρνα Ρούκα απέδωσαν μερικοί, από πολιτική σκοπιμότητα, την οργάνωση της δολοφονίας του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας στο Σαράγεβο (1914). Στην πραγματικότητα, η δολοφονία που προκάλεσε την έκρηξη του Α’ Παγκόσμιου πόλεμου οργανώθηκε από τη Ναρόντνα Οντμπράνα, εθνικιστική οργάνωση, η οποία είχε μακρινή συγγένεια με την Τσέρνα Ρούκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”